απαρατήρητος — η, ο (Α ἀπαρατήρητος, ον) αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε νεοελλ. αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν αρχ. επίρρ. ἀπαρατηρήτως χωρίς προφύλαξη … Dictionary of Greek
προλανθάνω — Α προχωρώ απαρατήρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λανθάνω «περνώ απαρατήρητος»] … Dictionary of Greek
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… … Dictionary of Greek
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
ακάτοπτος — ἀκάτοπτος, ον (Α) [κάτοπτος] ο απαρατήρητος (Ηλιόδ. 6, 14) … Dictionary of Greek
ακατάσκοπος — ἀκατάσκοπος, ον (AM) [κατασκοπῶ] αρχ. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b) μσν. 1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος «ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν» 2. ανέλπιστος, απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ανεπίσκεπτος — ἀνεπίσκεπτος, ον (Α) 1. ανεξέταστος, απαρατήρητος 2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν 3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας 4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
ανεπίφραστος — ἀνεπίφραστος, ον (Α) 1. απαρατήρητος 2. απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
ανεπισήμαντος — ἀνεπισήμαντος, ον (Α) (για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος … Dictionary of Greek