απαρατήρητος

απαρατήρητος
-η, -ο
επίρρ.
1. εκείνος τον οποίο κανείς δεν παρατήρησε, δεν κατάλαβε: Ο κλέφτης μπήκε και βγήκε από το διαμέρισμα απαρατήρητος.
2. εκείνος στον οποίο δεν έγινε παρατήρηση, επίπληξη: Ο μαθητής που δεν είναι στο σχολείο στην ώρα του δεν πρέπει να αφήνεται απαρατήρητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαρατήρητος — η, ο (Α ἀπαρατήρητος, ον) αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε νεοελλ. αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν αρχ. επίρρ. ἀπαρατηρήτως χωρίς προφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • προλανθάνω — Α προχωρώ απαρατήρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λανθάνω «περνώ απαρατήρητος»] …   Dictionary of Greek

  • άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… …   Dictionary of Greek

  • ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …   Dictionary of Greek

  • ακάτοπτος — ἀκάτοπτος, ον (Α) [κάτοπτος] ο απαρατήρητος (Ηλιόδ. 6, 14) …   Dictionary of Greek

  • ακατάσκοπος — ἀκατάσκοπος, ον (AM) [κατασκοπῶ] αρχ. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b) μσν. 1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος «ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν» 2. ανέλπιστος, απροσδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσκεπτος — ἀνεπίσκεπτος, ον (Α) 1. ανεξέταστος, απαρατήρητος 2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν 3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας 4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ανεπίφραστος — ἀνεπίφραστος, ον (Α) 1. απαρατήρητος 2. απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπισήμαντος — ἀνεπισήμαντος, ον (Α) (για πρόσωπα και πράξεις) αυτός που δεν επισημάνθηκε, που πέρασε απαρατήρητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”